προεπείγω

προεπείγω
Α
επισπεύδω προηγουμένως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επείγω — (AM ἐπείγω) 1. απρόσ. επείγει είναι επιτακτική ανάγκη, υπάρχει βία («η εγχείρηση επείγει») 2. μέσ. ἐπείγομαι α) βιάζομαι («ἐπείγετο δ ὅττι τάχιστα ἐκτελέσαι μέγα ἔργον», Ησίοδ.) β) είμαι υποχρεωμένος να βιαστώ («επείγεται να προλάβει το τρένο»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”